ΜΙΑ ΤΑΞΗ ΠΟΥ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΞΙΑ ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ. Β΄ Μερος: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΙ Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΙ Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ
Όπως λέει και ο ποιητής, «ο τόπος μας είναι στενός». Σ’ αυτό τον τόπο τον στενό εδώ και λίγες χιλιάδες χρόνια δημιουργήθηκε ένας πολιτισμός των «συνόρων», ένας πολιτισμός των νησιών, των μικρών πεδιάδων και κοιλάδων, ένας πολιτισμός που αφομοίωσε με δημιουργικό τρόπο τον πολιτισμό της Ανατολής και γέννησε έναν ιδιότυπο πολιτισμό, έναν πολιτισμό των «συνόρων», ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, αφού βέβαια πρώτα παρήγαγε για πρώτη φορά την έννοια της Δύσης. Σήμερα εμείς, οι σημερινοί Έλληνες, με όλες τις περιπέτειες που περάσαμε σαν λαός των συνόρων ανάμεσα στους δυο κόσμους, την Ανατολή και τη Δύση, και την εναλλαγή κατακτητή, μετά από αλλεπάλληλες περιπέτειες, κάτω από την πίεση των μεγάλων ηπειρωτικών όγκων, της Ανατολής και της Δύσης, επιβιώνουμε, ζώντας κα, ψευτοζώντας, στα νησιά, τα βουνά και τις στενές μας πεδιάδες και πάλι στο σύνορο δύο ή και περισσότερων κόσμων, αντιμετωπίζοντας και πάλι ένα πρόβλημα επιβίωσης, πρωταρχικά οικονομικής και πολιτιστικής. Μα, θα πει κανείς, τι ενδιαφέρει τους Έλληνες προλετάριους αν θα υπάρχουν αυτόνομοι πολιτιστικά ή υπόδουλοι και ανδράποδα, «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα». Όμως είναι γνωστή μια άλλη… «μαρξιστική αρχή». Μια εργατική τάξη εξανδραποδισμένη, χωρίς πολιτιστική και γλωσσική ταυτότητα, είναι καταδικασμένη να είναι και ταξικά υπόδουλη! Τι διάολο λοιπόν γίνεται μ’ αυτό το μαρξισμό, λάστιχο είναι; Απλούστατα προσπαθεί να μπαλώσει τα ασυμβίβαστα παράγοντας και ένα τσιτάτο για κάθε περίπτωση. Για μας, πέρα από κάθε τέτοια μαρξιστική τερατολογία, είναι προφανές πως αν ο ελληνικός λαός δεν έχει το ηθικό ανάστημα να είναι αυτόνομος και αυθύπαρκτος, τότε δεν θα μπορεί να είναι και ταξικά ελεύθερος. Σε ένα κόσμο που υπάρχουν ακόμα τα έθνη και η εθνική κυριαρχία ενός έθνους πάνω σε άλλα, η πρωταρχική προϋπόθεση για το μαρασμό του εθνικού φαινόμενου είναι η κατάκτηση της αυτονομίας και ισοτιμίας των ίδιων των εθνών!
Και για να το κάνουμε ακόμα πιο καθαρό. Σήμερα στο χώρο που ζούμε, την Ευρώπη, το εθνικό φαινόμενο αρχίζει για πρώτη φορά να υποχωρεί και τείνουν να σχηματιστούν υπερεθνικές ενότητες. Δεν είναι βέβαια τυχαίο πως αυτή η διαδικασία ξεκινάει από τα πιο αναπτυγμένα έθνη, τα έθνη της Δυτικής Ευρώπης, όπου τουλάχιστον από τον πόλεμο και μετά, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο εθνικής καταπίεσης ή απειλής του ενός έθνους από το άλλο. Παρόλο το διαφορετικό τους μέγεθος, ιστορία και οικονομικό, πολιτιστικό βάρος, η ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης στηρίζεται στην ενοποίηση ισοτίμων εθνών, εθνών που συμμετέχουν και δημιούργησαν μια κοινή κουλτούρα, την ευρωπαϊκή κουλτούρα, θα μπορούσαμε άραγε να φανταστούμε μια παρόμοια διαδικασία στην Ανατολική Ευρώπη, ανάμεσα στη σημερινή Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση, αν η Πολωνία ήταν ελεύθερη; Ξέρουμε πως πρόκειται για ουτοπία. Η πρώτη πράξη μιας ελεύθερης Πολωνίας θα ήταν η απομάκρυνσή της από εκείνον που για αιώνες την καταπιέζει εθνικά. Το εθνικό πολωνικό φαινόμενο δεν μπορεί να εξαλειφθεί όσο υπάρχει εθνική υποδούλωση και ταπείνωση.
Η Ελλάδα, εμείς, βρισκόμαστε σε μια ιδιότυπη θέση. Η πολιτιστική μας παράδοση, η γεωπολιτική μας θέση, αποτελούν ένα πρωτότυπο και ιδιότυπο μίγμα. Είμαστε κομμάτι του ευρωπαϊκού και μεσογειακού πολιτισμού, του βαλκανικού, έχουμε πολλά κοινά με τη μουσουλμανική Εγγύς Ανατολή, η θρησκευτική μας παράδοση προσεγγίζει στην Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία κλπ. κλπ.
Είμαστε κυριολεκτικά μια χώρα των συνόρων, μια χώρα γέφυρα. Το μικρό μας μέγεθος, η πρόσφατη εθνική κρατική μας συγκρότηση, η ασθενική οικονομία, μας κανουν πολύ ευάλωτους σε κάθε γεωπολιτική ανατροπή στην περιοχή, σε κάθε αλλαγή. στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων. Σε μια εποχή διεθνοποίησης της οικονομίας και δημιουργίας πραγματικά παγκόσμιων οικονομικών και πολιτιστικών ρευμάτων Ελλάδα, άσχετα με το κοινωνικό της καθεστώς, δεν μπορεί να ζήσει απομονωμένη δεν μπορεί να συνεχίσει ένα δρόμο μοναχικό. Η δική μας οπτική, με βάση τις ιδιαιτερότητές μας, εντάσσεται σε μια οπτική Πανευρωπαϊκή και ταυτόχρονα μεσογειακή. Μόνο σε μια τέτοια ενότητα θα είναι δυνατό να συμμετέχουμε ουσιαστικά στη διαμόρφωση μιας υπερεθνικής ενότητας έχοντας μια θέση ενεργητική και όχι μόνο μια θέση παθητική, μια θέση αποδέκτη. Σήμερα λοιπόν, αντιμετωπίζουμε μια διπλή πίεση. Μια πίεση από τα Ανατολικά μας και ιδιαίτερα από την Τουρκία, που με την εξάπλωσή της στην Κύπρο και τις διεκδικήσεις της στα ελληνικά νησιά, το Αιγαίο, τον εναέριο χώρο διεκδικεί με τον τρόπο της την ηγεμονία στην περιοχή και μακροπρόθεσμα μας καλεί να ενταχθούμε κάτω «από την προστασία» της, και από την άλλη υπάρχει η οικονομική εξάρτηση και η πολιτιστική ισοπέδωση με βάση τα Δυτικό-ευρωπαϊκά και αμερικανικά πρότυπα. Άραγε το ζήτημα είναι να επιλέξουμε με πια σάλτσα θα φαγωθούμε ή μήπως είναι δυνατό να υπάρξει κάποιος μοναχικός δρόμος, μιας αυτόνομης Ελλάδας, όπως έμοιαζε να υποστηρίζει παλιότερα το ΠΑΣΟΚ; Είναι προφανές πως στη σημερινή μας κατάσταση δεν υπάρχει δυνατότητα τέτοιας επιλογής. Μια πολιτική που να εκφράζει τις λαϊκές δυνάμεις στα πλαίσια της εξωτερικής πολιτικής θα ήταν μια πολιτική που αποδεχόμενη την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα παλεύει όχι μόνο για την αλλαγή του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων στα πλαίσια της κοινότητας αλλά ίσως ακόμα σημαντικότερο, για την κατάργηση των συνασπισμών που χωρίζουν την Ευρώπη, την ελεύθερη προσχώρηση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στην Κοινότητα, έτσι ώστε αυτή να πάψει να είναι δυτικοευρωπαϊκή κοινότητα, και ιδιαίτερα την προσχώρηση των βαλκανικών χωρών, αρχίζοντας από την Γιουγκοσλαβία. Παράλληλα μια δική μας εναλλακτική οπτική διεθνών σχέσεων θα εμπεριείχε την ανάπτυξη και σύσφιξη των σχέσεων με τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες —της Βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής τον τρόπο θα προχωράγαμε –προς την υπέρβαση των εθνικών εγωισμών και τελικά των εθνικών κρατών μέσα σε μια πορεία που θα διασφαλίζει την πολιτιστική πολλαπλότητα και ταυτότητα των λαών της Ευρώπης και της Μεσογείου.
Δεν υπάρχει δίλημμα διεθνισμός ή εθνικισμός. Είναι σαφές ότι επιλέγουμε τον διεθνισμό, μόνο που το κάνουμε μέσα σε πλαίσια της κληρονομιάς των λαών, και επομένως του δικού μας λαού. Μια πολιτική που παίρνει υπόψη της την κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα της χώρας, που δεν είναι ταυτόσημη με εκείνες της Δυτικής Ευρώπης, ενισχύει την αυτονομία μας και επομένως επιτρέπει να προχωρήσουμε σε μια υπερεθνική ενότητα στην οποία να συμμετέχουμε ενεργά και όσο γίνεται ισότιμα. Διαφορετικά, ακόμα και στην ιδανικότερη των αταξικών κοινωνιών, θα είναι τουριστικό θέρετρο και δείγμα αρχαίων ερειπίων, ενός αρχαίου μεγάλου πολιτισμού. Αν αποτελεί εθνικισμό η θέληση να αναπτυχθεί σ’ αυτόν τον τόπο ένας πολιτισμός ικανός να συμμετάσχει, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, ισότιμα στην οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού, ευρασιατικού και τέλος παγκοσμίου πολιτισμού, τότε ποιο όνομα θα δώσουμε στον γραικυλισμό και τον κρετινισμό; Απ’ αυτή τη σκοπιά θεωρούμε το ίδιο επιζήμιες τις οπτικές που είτε ισοπεδώνουν την ελληνική ιδιαιτερότητα ζητώντας απλά την ένταξή μας στη Δυτική Ευρώπη, τύπου ΚΚΕ εσωτερικού, προβάλλοντας σαν μόνο στοιχείο διαφοροποίησης από τη σημερινή ΕΟΚ την οικοδόμηση της Ευρώπης των εργαζομένων, χωρίς να θέτουν το ζήτημα της υπέρβασης του Δυτικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής οικοδόμησης, είτε εκείνες τις απόψεις, που είτε με το ΠΑΣΟΚ, είτε με τον Σαρτζετάκη, είτε με τον Σαββόπουλο, την νεορθοδοξία και τον Μοσκώφ, επιθυμούν να μας καθηλώσουν στη λογική του «ανάδελφου έθνους» και της «καθ’ ημάς Ανατολής». Ένα εναλλακτικό επαναστατικό κίνημα που έχει σαν βάση του τη συγκεκριμένη χώρα που λέγεται Ελλάδα και όχι κάποιο διαστημικό σταθμό, είναι υποχρεωμένο να έχει μια τέτοια λογική, μια λογική που να πατάει σε δύο ταυτόχρονες και πίσω από την επιφάνεια συμπληρωματικές κινήσεις. Μια κίνηση που σέβεται την παγκοσμιοποίηση της ανθρώπινης κοινωνίας και επομένως βαδίζει σε υπερεθνικές ενώσεις, και μια δεύτερη που δεν νοεί την παγκοσμιοποίηση σαν ισοπέδωση, αλλά σαν ενότητα μέσα στη διαφορά, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να είχαμε σαν πρότυπο μας τον Χίτλερ, που κι αυτός έτρεφε το ιδανικό της «ενωμένης Ευρώπης», μόνο που την έβλεπε ενωμένη κάτω από τον περιούσιο λαό των Αρίων, ή γιατί όχι τον Ναπολέοντα.
Πρόσφατα Σχόλια