Αρχική > Άρθρα διάφορα, Ιδεολογία > ΜΙΑ ΤΑΞΗ ΠΟΥ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΞΙΑ ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ.Γ΄Μέρος: ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ

ΜΙΑ ΤΑΞΗ ΠΟΥ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΞΙΑ ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ.Γ΄Μέρος: ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ

31 Αυγούστου, 2010 Σχολιάστε Go to comments

ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ


Αν ο δυτικός κόσμος έχει φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης που την επέκτασή του δεν την νοεί πλέον σαν εδαφική επέκταση, αλλά σαν οικονομική και πολιτιστική ενσωμάτωση, δεν συμβαίνει το ίδιο και στα Ανατολικά μας. Εδώ η πρόσφατη εθνογένεση, το χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, μεταβάλουν εύκολα τις αλλαγές στους συσχετισμούς δύναμης σε εδαφικές διεκδικήσεις, τα προβλήματα των μειονοτήτων και τα πολλαπλά εθνικά προβλήματα παίρνουν εκρηκτικό χαρακτήρα, όσο και τα θρησκευτικά.

Ζητήματα που απασχόλησαν τη Δυτική Ευρώπη για αιώνες αναφαίνονται με εκρηκτικό τρόπο στη Μέση Ανατολή μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ακόμα πιο έντονα μετά τον Β’ Πόλεμο. Το Παλαιστινιακό και ο εξανδραποδισμός ενός λαού, το Λιβανικό και οι εδαφικές βλέψεις της Συρίας, ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ, το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα, στο Ιράν, το Ιράκ και πρόσφατα στην Τουρκία, η κατάληψη της Κύπρου από την Τουρκία, οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Ιράκ και τέλος, αλλά όχι ελάχιστο για μας, οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στα δυτικά της, δηλαδή στα ελληνικά νησιά και το Αιγαίο. Αν σε όλα αυτά προστεθεί η μουσουλμανική αναγέννηση είτε με τη σιίτικη εκδοχή της —Ιράν, Λίβανος, χώρες του Κόλπου— είτε την «ορθόδοξη», σουνιτική εκδοχή, Τουρκία, Αίγυπτος, Σουδάν, κλπ., έχουμε μια πλήρη εικόνα των εκρηκτικών αντιθέσεων που μεταβάλουν την ευρύτερη περιοχή στην πυριτιδαποθήκη του σύγχρονου κόσμου.

Αν λοιπόν η φάση της υπερεθνικής ενσωμάτωσης δημιουργεί από τη Δύση ρεύματα κοινωνικής και πολιτιστικής ισοπέδωσης, οι ηφαιστειακές αναστατώσεις στην Ανατολή, της οποίας αποτελούμε το έσχατο ευρωπαϊκό σύνορο, απειλούν με άλλο τρόπο την υπόστασή μας, απειλούν τόσο με περιορισμό και κατακρεούργηση κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού, όπως ήδη με τους Κύπριους, που έχασαν το μισό νησί και απειλούνται με ολοκληρωτική προσφυγοποίηση, είτε μέσω της «συγκυριαρχίας» στο Αιγαίο, στην ανατροπή του καθεστώτος των νησιών και προοπτικά είτε στην κατάληψη τους, είτε στην ένταξή τους σε μια ζώνη τουρκικής κυριαρχίας.

Αυτά τα προβλήματα είναι πραγματικά και γνωστά. Χρειάζεται να τα επαναλαμβάνουμε όμως, γιατί η αριστερά στη χώρα μας πάσχει από τύφλωση και αγκύλωση. Γιατί η αναγνώριση της πραγματικότητας της τουρκικής απειλής θα την υποχρέωνε σε πολλαπλές αναθεωρήσεις. Γι’ αυτό στην πλειοψηφία της φροντίζει να τα φορτώνει στους Αμερικάνους, ενώ η άκρα αριστερά —τα υπολείμματά της— προτιμά να αγνοεί «υπερηφάνως» το θέμα και προτιμάει να ρίχνει το βάρος της σε ζητήματα που σπεύδει να εισάγει εξ Εσπερίας.

Οι ρίζες αυτής της συμπεριφοράς είναι πολλαπλές.

Α.      Πιο πάνω επισημάναμε μια γενική μεθοδολογική αιτία μιας τέτοιας αντίληψης και συμπεριφοράς, τη δογματική προσκόλληση στην αντίληψη της μιας και μοναδικής αντίθεσης «αστών και προλετάριων», ενώ οι άλλες υπαρκτές αντιθέσεις ακόμα και όταν αναγνωρίζονται θεωρούνται σαν «δευτερεύουσες». Αυτή η σκοπιά είναι εκείνη που κάνει τόσο δύσκολη την αναγνώριση του εθνικού φαινόμενου σαν αυτόνομου φαινόμενου που συχνά υπερβαίνει τις ταξικές διαφοροποιήσεις, έστω και αν κάθε τάξη έχει διαφορετική οπτική στην αντιμετώπισή του.

Και όμως, οι «docteurs es mrxisme» μας θα έπρεπε να ξέρουν αυτή την άλφα-βήτα του «μαρξισμού-λενινισμού». Η εργατική τάξη συμμετέχει πάντα σε ένα εθνικό ή εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα προσπαθώντας να κατακτήσει την ηγεμονία του, όλοι οι «μεγάλοι δάσκαλοι» το τόνισαν. Δεν αρνούνται τη διάσταση του εθνικού ζητήματος σαν αυτόνομου, ούτε πέφτουν στον κρετινισμό να λένε «συμμετέχω στο κίνημα εθνικής αντίστασης μόνο αφού κατακτήσω την ηγεμονία σ’ αυτό», γιατί αυτό στην πράξη θα σήμαινε άρνηση της αυτονομίας του εθνικού ζητήματος. Μια θέση του τύπου «η Τουρκία είναι επεκτατική βέβαια, αλλά εγώ αρνούμαι να πάρω θέση, ή παίρνω ακόμα και θέση ενάντια, όσο την ηγεμονία την έχει η «αστική τάξη» ή ο Παπαντρέου», και άλλες τέτοιες σοφίες, στην πραγματικότητα είναι θέση άρνησης τόσο της αυτονομίας του εθνικού, όσο και άρνηση της πάλης για την ηγεμονία, γιατί αν δεν δέχεσαι την ανάγκη πάλης για το εθνικό, τότε πότε και πώς θα κατακτήσεις την ηγεμονία;

Η Κομμούνα δεν έγινε γιατί οι Παριζιάνοι εργάτες αρνήθηκαν να παλέψουν για την άμυνα του Παρισιού κάτω από την ηγεμονία της μπουρζουαζίας», αλλά αντίστροφα γιατί η αστική τάξη εγκατέλειψε την άμυνα του Παρισιού, που ανέλαβε η εργατική τάξη. Ο Μάο δεν αρνήθηκε τη συμμετοχή στον αντιιμπεριαλιστικό πόλεμο επειδή είχε την ηγεμονία ο Τσαγκ Κάι Σεκ, αντίθετα συμμετείχε σ’ αυτόν, και μέσα από τη συμμετοχή ανέπτυξε τις δικές του δυνάμεις.

Η λογική λοιπόν που λέει «ναι, υπάρχει εθνικό ζήτημα, αλλά μια και δεν έχουμε δικές μας αυτόνομες δυνάμεις ή το πάνω χέρι στην πιθανή σύγκρουση, καθόμαστε στην πάντα και κοιτάμε, ή ακόμα και καταγγέλλουμε τον Παπανδρέου», είναι λογική όχι απλά μεσοβέζικη, αλλά λογική που αρνείται την ιδιαιτερότητα του εθνικού ζητήματος. Όταν λοιπόν ο Μαρξ έλεγε «ναι στον Βίσμαρκ» χωρίς να υπάρχει κανένα αυτόνομο κέντρο προλεταριακής πολιτικής, ήταν ένας «προδότης και αποστάτης του… μαρξισμού»; (γιατί όχι, εξάλλου ο μαρξισμός του ανήκει τόσο λίγο!).

Β.     Όμως πιστεύω πως αυτή η θεωρητική δικαιολόγηση, αυτή η δογματική καταβολή, δεν αρκεί να εξηγήσει το φαινόμενο, πρόκειται μάλλον για το επιφαινόμενο, η ρίζα αυτής της συμπεριφοράς θα ανευρεθεί μάλλον στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας μετά τη μεταπολίτευση, η ρίζα θα ανευρεθεί στον «παρασιτικό εκδυτικισμό» της ελληνικής κοινωνίας. Έχουμε πολλές φορές επισημάνει ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός είναι παρασιτικός σε σχέση με τη Δύση, είναι ένα παράσιτο της Δύσης. Έτσι κυριαρχούσε πάντα το μεταπρατικό ή εφοπλιστικό κεφάλαιο, το μεταπρατικό πνεύμα, οι καταναλωτικές δομές της Δύσης, οι κρατικές δομές της κλπ. κλπ., σε αντίθεση με την παραγωγική καθυστέρηση. Η Ελλάδα δυτικοποιείται αρχίζοντας από την κατανάλωση και όχι από την παραγωγή.

Ταυτόχρονα όμως δεν αποτελεί και μια χώρα που ανήκει στον Τρίτο Κόσμο, αποτελεί μια παρασιτική απόφυση της Δύσης! Αυτή της η πραγματικότητα αντανακλάται και εκφράζεται σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Και πριν απ’ όλα στο επίπεδο της σκέψης και του προβληματισμού. Η ελληνική σκέψη είναι μια επαρχιακή εξαρτημένη «μητροπολιτική» σκέψη. Αυτή η πραγματικότητα με τη χούντα, στο επίπεδο της κατανάλωσης, και τη μεταπολίτευση στο πολιτικό επίπεδο, εισβάλλει πια και στην τελευταία γωνιά της ελληνικής ζωής.

Στη μεταπολίτευση οι ώρες εργασίας πέσανε από 48 σε 40 εξαιτίας της ένταξης μας στην ΕΟΚ, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν απειλείται, γιατί όπως όλοι ξέρουμε, «δεν γίνεται δικτατορία μέσα στην ΕΟΚ», η νομοθεσία εκσυγχρονίζεται λόγω ΕΟΚ, γενικά σε μια κοινωνία πολιτιστικά και οικονομικά καθυστερημένη εισβάλλουν, σε μεγάλο βαθμό από τα πάνω, κάποιες λειτουργίες και διαδικασίες που δεν έχουν καμιά σχέση, ή πολύ μικρή με τα κοινωνικά κινήματα και την εγχώρια κοινωνική κίνηση.

Έχουμε επισημάνει και αλλού το μέγεθος και το βάθος αυτού του εκσυγχρονισμού «από τα πάνω», στο συνδικαλισμό, στο φοιτητικό κίνημα, στην κίνηση των ιδεών. Οι έννοιες της αυτοδιαχείρισης, της συμμετοχής στις επιχειρήσεις, των συνεταιριστικών επιχειρήσεων, της ισότητας άνδρα-γυναίκας, θεσμοθετήθηκαν από τα πάνω, δεν αποτέλεσαν κάποια πραγματική κατάκτηση κινήματος, γι’ αυτό εξάλλου έμειναν συχνά κενό γράμμα, θα λέγαμε ότι η μεταπολίτευση είναι μια εποχή που ποτέ άλλοτε τόσα πολλά δεν κατακτήθηκαν από τόσο λίγους και με τόσο λίγη προσπάθεια. Έτσι φτιάχτηκε ο Homo Metapoliteuticus, ο άνθρωπος της φρασεολογίας, του ευδαιμονισμού, της άκοπης και ανέξοδης ανακατανομής του εισοδήματος.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, λοιπόν, για Κυπρίους θα μιλάμε τώρα; Οι Έλληνες έζησαν για μερικά χρόνια ένα όνειρο, το όνειρο ότι έγιναν Δύση. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να δεχτούν την ύπαρξη ενός προβλήματος, που υπενθύμιζε την γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, όσο και την πραγματική της ισχύ, πώς θα μπορούσαν να δεχτούν και να κατανοήσουν πως η γειτνίασή τους με την Μεσανατολική πυριτιδαποθήκη δεν είναι τυχαία, ούτε μπορεί να μείνει χωρίς συνέπειες. Προτιμούσαν λοιπόν να κλείνουν τα μάτια, τύφλωση που συχνά έφτανε τα όρια του γραικυλισμού.

Σήμερα που η μεταπολίτευση καταρρέει, σήμερα που έρχεται η ώρα να πληρωθεί ο λογαριασμός, ακόμα δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ανάτασης, αλλά προτιμούν να βυθίζονται, στην πλειοψηφία τους, σε μια μαύρη και το ίδιο παρασιτική απογοήτευση και διάψευση ελπίδων.

Στα ίδια πλαίσια κινήθηκε και η ελληνική άκρα αριστερά. Η παλιά «χουντική» άκρα αριστερά ΚΚΕ (μ-λ) και ΕΚΚΕ, κατέρρευσε και αντικαταστάθηκε από ένα «χώρο», που σαν κύριο στοιχείο του είχε τον έντονο εκδυτικισμό. Η παλιά τριτοκοσμική και μαοϊκή μανία αντικαταστάθηκε από μια ευρωποκεντρική τέτοια.

Μικρογραφίες κοινωνικών κινημάτων, νεολαιίστικο, φοιτητικό, γυναικείο, οικολογικό, ανέτειλαν σαν διάττοντες αστέρες στον αστερισμό του «χώρου». Και βέβαια το ζήτημα δεν είναι να προσάψουμε σ’ αυτά κινήματα τις μικρές τους διαστάσεις, αυτή είναι η ελληνική κοινωνία, αυτό παράγει, κ εμείς έχουμε αποδεχτεί αυτό το μειοψηφικό ρόλο.

Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, αυτά τα κινήματα δεν έψαξαν ποτέ τη μουσική τους σε μια παραγωγική αντίληψη την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος προσαρμοσμένου στις ελληνικές συνθήκες, αλλά όπως και όλη η ελληνική κοινωνία κατανάλωναν με επαρχιακό-εισαγόμενο τρόπο τα δυτικοευρωπαϊκά κινήματα ελληνικά κινήματα του χώρου δεν είχαν οργανική εξέλιξη της ιδεολογίας και πρακτικής, τέτοια που υπήρξε στη Δ. Ευρώπη και που δοκιμάσαμε εμείς σα μικρή ομάδα, από την ΟΠΑ και τη Ρήξη και λίγοι άλλοι σύντροφοι. Δηλαδή από το φοιτητικό κίνημα στον εργατισμό, και στη συνέχεια στην επέκταση στο γυναικείο οικολογικό.

Μια τέτοια πορεία, τόσο σπάνια στην Ελλάδα, για ανθρώπους ή για ομάδες αλλά τόσο τυπική στη Δυτική Ευρώπη έδινε σ’ αυτό το χώρο μια οργανικότητα, μια σύνδεση με τις πραγματικότητες της πραγματικής κοινωνίας.

Η πορεία του ελληνικού χώρου, στη συντριπτική του πλειοψηφία υπήρξε χαώδης και παρασιτική. Από τις Μ-Λ ιδεολογίες και το ΚΚΕ στον αναρχισμό και την αντιεξουσιαστική ιδεολογία, ή σε έναν καθυστερημένο αριστερισμό. Από την ΚΝΕ στο «χώρο» και το γυναικείο κίνημα.

Αυτή η χαώδης και «αφύσικη» πορεία οδηγούσε από την μια άκρη του φάσματος στην άλλη χωρίς διαμεσολαβήσεις, χωρίς οργανικότητα χωρίς σύνδεση με την ελληνική κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι η εναλλακτικότητα του ελληνικού χώρου εκδηλώθηκε πρωταρχικά στο άνοιγμα μπαρ και κέντρων τόσο στην Αθήνα, όσο και στα νησιά. Η προσαρμογή, η συνταύτιση της ελληνικής αριστεράς και άκρας αριστεράς με τον παρασιτικό εκδυτικισμό εξοβέλιζε προφανώς από τον ορίζοντα όλων ένα πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, το εθνικό πρόβλημα. Για Κύπρο και Μυτιλήνη θα μιλάμε τώρα, εμείς που «επιτέλους» μπήκαμε στον αστερισμό της Δύσης;

Η σχέση με την Δύση δεν βιώνεται σαν μια αυτόνομη και δημιουργική σχέση, αλλά σαν μεταφορά. Και όσο και αν η Ανατολή είναι παρούσα εδώ δίπλα μας, στα σύνορά μας και απαιτεί με τη σειρά της μια παρέμβαση για να μπορέσουμε να έχουμε οποιεσδήποτε σχέσεις μαζί της, η ελληνική κοινωνία έζησε τόσα χρόνια την ψευδαίσθηση πως βρίσκεται στον  Ατλαντικό, με όλες τις συνέπειες να έχει μια τέτοια ψευδαίσθηση.

Θα άξιζε να σημειώσουμε εν κατακλείδι μια χαρακτηριστική συμπεριφορά. Οικολόγοι, φεμινίστριες ή «αυτόνομοι», όταν πρόκειται για την αντίθεση ανθρώπου-φύσης, άντρα-γυναίκας, εξουσιαστών-εξουσιαζόμενων, κριτικάρουν τον μαρξισμό, όταν όμως πρόκειται για το εθνικό τότε γίνονται ακραιφνείς μαρξιστές και διεθνιστές. Για εθνικές banalites θα μιλάμε τώρα;

Advertisement
  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: