Αρχική > Ελλάδα > ‘Θέλω να χορεύω και να κάνω εμετό’

‘Θέλω να χορεύω και να κάνω εμετό’

4 Νοεμβρίου, 2009 Σχολιάστε Go to comments

Το διαβάσαμε στους «Ιθαγενείς» και το αναδημοσιεύουμε αυτούσιο:

Η καθίζηση των μεσοστρωμάτων στην Ελλάδα  

1. Η διεύρυνση των μεσοστρωμάτων στη μεταπολίτευση

Η κρίση της μεταπολίτευσης δεν είναι μόνον κρίση οραμάτων, ιδεών, κομμάτων ή κρίση πολιτισμού. Είναι μια κρίση συνολική, που αφορά ολόκληρο τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Κι εάν πλέον, πολύ συχνά, γίνονται αναφορές στις πολιτικές ή στις ιδεολογικές διαστάσεις της κρίσης, η κοινωνική της διάσταση παραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν άρρητη, λες και οι ποικιλώνυμοι αναλυτές και σχολιαστές των δημόσιων πεπραγμένων της χώρας να θέλουν να την ξορκίσουν. Κι όμως, αυτή ερμηνεύει σε βάθος την φύση των αδιεξόδων που βιώνουμε σήμερα σε τούτο το παράταιρο ελληνικό τέλμα και, πέρα από την ερμηνεία ορισμένων φαινομένων, μπορεί να εξηγήσει και την ανυπαρξία των διεξόδων που αναζητούμε στην παρούσα περίοδο. Αλλά ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι.

Έχουμε αναφερθεί πάρα πολλές φορές από τις σελίδες της Ρήξης και του Άρδην, το πώς η μεταπολίτευση –κύρια δια της πασοκικής αλλαγής– προκάλεσε την εντυπωσιακή διεύρυνση των μεσαίων τάξεων, σηματοδότησε την αναβάθμιση διάφορων εργατικών και αγροτικών στρωμάτων. Και γνωρίζουμε όλοι, ότι τούτο συνέβη με τους όρους της σοσιαληστείας και του πασοκικού αμοραλισμού της δεκαετίας του 1980, η οποία επιφύλασσε την διαστροφή όλων των λαϊκών θεσμών και υποδομών σε μηχανισμούς ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου, από τις συνδικαλιστές, κρατικές και τοπικο-αυτοδιοικητικές γραφειοκρατίες.

Αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωθεί σ’ ένα δεύτερο κύμα μετασχηματισμών, οι οποίοι θα ολοκληρωθούν κατά την διάρκεια της εκσυγχρονιστικής περιόδου και θα αλλάξουν ριζικά την όψη της χώρας μας, βυθίζοντάς τη κοινωνικά σε μια πολύ δύσκολη αντίφαση. Σ’ αυτήν την φάση ολοκληρώνεται τόσο η διεύρυνση των μεσοστρωμάτων, όσο και η παρασιτοποίησή τους, η εξάρτησή τους είτε από το κράτος (είτε ως δημόσιοι υπάλληλοι, ή ως καταναλωτές επιδοτήσεων και επιδομάτων) είτε από τις τράπεζες.

Οι παράγοντες που θα σηματοδοτήσουν αυτές τις αλλαγές, είναι πολλοί και ποικίλοι. Θα μπορούσαν, όμως, να ανακεφαλαιωθούν σε μια φράση, που δεν είναι άλλη από την ‘προσαρμογή’ της χώρας, στην νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης. Πρόκειται, όμως, για ένα παζλ που έχει πολλά κομμάτια. Αφορά, ας πούμε, στο πως μετασχηματίστηκε η ελληνική αγροτιά από παραγωγός τάξη σε… καταναλωτή επιδομάτων στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Αγροτικής Πολιτικής. Ή το πώς, ας πούμε, η αποβιομηχάνιση και η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού, προκάλεσε την περαιτέρω ενίσχυση του τριτογενή τομέα, και ιδιαίτερα κλάδων όπως ο τουρισμός, η βιομηχανία της διασκέδασης κ.ο.κ.

Στο επίκεντρο αυτού του παζλ, όμως, βρίσκεται ένα φαινόμενο-κλειδί το οποίο επέτρεψε στην ολοκλήρωση αυτού του μετασχηματισμού, τόσο με την έννοια ότι την επιτάχυνε όσο και διότι απέτρεψε την ανάδυση σοβαρών κοινωνικών κλυδωνισμών. Και τούτο είναι η μετανάστευση

2. Ο πολλαπλός ρόλος της μετανάστευσης

Τα μεγάλα ρεύματα της μετανάστευσης που κατέφθασαν στην Ελλάδα από το 1990 κι έπειτα επηρέασαν ριζικά την φυσιογνωμία των μεσοστρωμάτων στην Ελλάδα. Εντατικοποίησαν, θα λέγαμε, τον παρασιτικό εκφυλισμό τους κι αυτό μέσα από πολλές διαδικασίες. Η είσοδος φθηνών, μαύρων εργατικών χεριών στην ελληνική οικονομία, μπορεί να υποβάθμισε ένα μέρος των ντόπιων εργατικών στρωμάτων, αλλά σε μια κατ’ εξοχήν μικροϊδιοκτητική χώρα, όπου το εισόδημα από την εργασία δεν προσδιορίζει αποκλειστικά την ταξική θέση, και όπου επικρατούν συνθήκες έντονης κοινωνικής κινητικότητας, αναβάθμισε πλατιά στρώματα της κοινωνίας. Και τούτο, όπως είπαμε, από πολλές απόψεις. Για παράδειγμα, στον χώρο των κατασκευών,  επέτρεψε σε πολλούς Έλληνες οικοδόμους να εξελιχθούν σε μικρά αφεντικά ή εργοδηγούς, ενώ έμμεσα συνέβαλε στον πολλαπλασιασμό των θέσεων εργασίας μηχανικών και υπομηχανικών. Ύστερα, η απασχόληση ξένων εργατικών χεριών στον τουρισμό και το χωράφι, επέτρεψε σε πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον μικρομεσαίο κλήρο να επιβιώσουν του έντονου ανταγωνισμού. Και το ίδιο συνέβη για πολλούς περιπτεράδες, ταβερνιάρηδες, καφετζήδες, βενζινοπώλες, και άλλους ελεύθερους επαγγελματίες.

Επιπλέον, τις αλλαγές δεν θα τις εντοπίσουμε μόνον στον χώρο της εργασίας αλλά στο σύνολο της καθημερινότητας: Μέσα σε 15 χρόνια, ο Έλληνας μικρομεσαίος απέκτησε ξένους να του καθαρίζουν το σπίτι, ξένους να του φτιάχνουν το εξοχικό, ξένους να φυλάν τα παιδιά και τους γέρους, ξένους να του σερβίρουν τον καφέ ή το φαγητό του, για να μην μιλήσουμε για τις σεξουαλικές υπηρεσίες που ‘απελευθερώθηκαν’ κυρίως στην ελληνική περιφέρεια.

Όλα αυτά, που συνέβησαν ταυτοχρόνως στην ελληνική καθημερινότητα  προκάλεσαν μια κολοσσιαία αλλαγή στην συνείδηση των μεσοστρωμάτων. Η εγκαθίδρυση οιωνεί δουλοκτητικών σχέσεων στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας παρήγαν και τις αντίστοιχες δουλοκτητικές συνειδήσεις.

Τούτο βέβαια δεν σημαίνει πως όλοι ήταν εξίσου κερδισμένοι ή ότι ξαφνικά η ζωή για τα ελληνικά μεσοστρώματα έγινε εύκολη. Οι εθνομηδενιστές παραποιούν αυτήν την πραγματικότητα υποστηρίζοντας ότι αίφνης όλοι οι Έλληνες μεταβλήθηκαν σε ‘εξασφαλισμένα αφεντικά’. Τούτο είναι μύθος, όπως μύθος είναι κι ότι εξαλείφθηκε η φτώχεια ή η ανέχεια και ο μόχθος. Θα μπορούσαμε όμως κάλλιστα να μιλήσουμε για το ότι η μετανάστευση, οι άλλοι παράγοντες στους οποίους προαναφερθήκαμε και ιδιαίτερα η συμμετοχή μας στην Ε.Ε., δημιούργησαν μια πολύ ασφαλής ψευδαίσθηση, ότι αίφνης γίναμε ‘Ευρωπαίοι’, ‘ανεπτυγμένοι’, ‘μητροπολίτες’. Όπως επίσης, είναι απολύτως αληθές ότι τροποποιήθηκαν οι έννοιες της φτώχειας, της ανέχειας και του μόχθου. Ότι πλέον φτωχός σήμαινε αυτός που χρωστάει τα περισσότερα στις τράπεζες και που μοχθεί για να τα αποπληρώσει και όχι αυτός που εργάζεται μόνο για να εξασφαλίσει τα μέσα της επιβίωσής του, δίχως να έχει πρόσβαση στην σφαίρα της κατανάλωσης. 

3. Εθνική και κοινωνική υποθήκη

Όμως, η Ελλάδα είναι μια χώρα που αντιμετωπίζει τόσο ‘παραδοσιακά’ εθνικά προβλήματα –απειλείται από τον περιφερειακό τουρκικό ιμπεριαλισμό και είναι εξαρτημένη από τον αμερικάνικο, τόσο και ‘δομικά’ κοινωνικά προβλήματα, που προκύπτουν από την παρασιτική ένταξή της στο καπιταλιστικό κοσμοσύστημα, την καχεκτική παραγωγική της βάση, και κατά συνέπεια την παντοδυναμία του υδροκέφαλου κράτους-πάτρωνα των Αθηνών, και των πολιτικών τζακιών των μεγαλοεκδοτών και των καναλαρχών που το διαχειρίζονται.

Η επίλυση αυτών των προβλημάτων, όμως, απαιτεί μια εντελώς διαφορετική κοινωνική δομή. Απαιτεί μια στέρεα παραγωγική βάση που να δημιουργεί προϋποθέσεις αυτάρκειας να ανεξαρτησίας, ισχυρές λαϊκές τάξεις, και διανοούμενα στρώματα τα οποία να είναι δεμένα με την μοίρα και την πραγματικότητα του τόπου. Αυτή η πραγματικότητα θα μπορούσε να γεννήσει κινήματα ουσιαστικής αμφισβήτησης της εθνικής και της κοινωνικής μας αλλοτρίωσης.

Αντ’ αυτών όμως, η Ελλάδα πέρα απ’ ότι σημειώσαμε για τα λαϊκά της στρώματα, είναι επίσης και από τις πρώτες χώρες της Ε.Ε. στην εξαγωγή πτυχιούχων, φοιτητών και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, δηλαδή υπόκειται συν τοις άλλοις και στις αποικιακές πρακτικές της ‘απομύζησης εγκεφάλων’. Έτσι, μια χώρα στα σύνορα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου, μια χώρα που αντιμετωπίζει τόσες προκλήσεις στην ευρύτερή της περιοχή, τα Βαλκάνια και την Μέση Ανατολή, που πρέπει να αντισταθεί στην Νέα Τάξη και τον Τουρκικό νεο-οθωμανισμό, τείνει να καταντήσει –αποδεικνύοντας το πόσο δραματικά υπολείπεται των περιστάσεων που ορίζουν την μοίρα της– είναι μια χώρα ξένων γκαρσονιών.

Έτσι, στην πολιτική και ιδιαίτερα στα κινήματα κυριαρχούν οι πιο παρασιτικές σχεδόν μερίδες των μεσοστρωμάτων, εκείνοι που λειτουργούν ως μεταπράτες των ευρωπαϊκών πολιτικών ρευμάτων ή που προσεγγίζουν τα κοινά ως ιδεολογικά καλλιστεία, ως ένα παιχνίδι στο οποίο κερδίζει όποιος πάρει τις πιο εξωτικές ή τις ψευδεπίγραφα ριζοσπαστικές ιδεολογικές θέσεις.

Η καταθλιπτική κυριαρχία αυτών των μεσοστρωμάτων διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό και του δίνει την ιδιαίτερη χροιά της. Υπό μια έννοια, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των κατεστημένων πολιτικών θέσεων και ιδεολογιών, μάρτυρες των οποίων γινόμαστε καθημερινά, έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Διότι στην Ελλάδα, κυριαρχεί ένα κόμμα αυτό του παρασιτικού μεσαίου χώρου:  Ο τρόπος με τον οποίον μιλάει η Ντόρα για τον ‘κοινωνικό φιλελευθερισμό’, η Τίνα Μπιρμπίλη και ο Γιωργάκης για την ‘πράσινη ανάπτυξη’, ο Τσίπρας για τον ‘δημοκρατικό σοσιαλισμό’, και τα Εξάρχεια για την ‘αυτονομία του προλεταριάτου’ είναι ο ίδιος. Αναφέρονται σε μια φανταστική χώρα, απολύτως ξεκομμένη από τα βαθύτατα αδιέξοδα της Ελλάδας, μιας χώρας που βρίσκεται μόνον στο μυαλό το δικό τους και των παρασίτων στα οποία απευθύνονται. 

4. Κρίση και μηδενισμός.

Όμως πίσω από τις επιφανειακές διαφοροποιήσεις το μεσοαστικό παρασιτικό κόμμα έχει ένα ενιαίο, συνεκτικό πρόγραμμα: όλα είναι ζήτημα ατομικών δικαιωμάτων, επιδομάτων, μισθών και φοροαπαλλαγών. Η ελληνική κοινωνία δεν θέτει κανένα συλλογικό διακύβευμα πέρα από την διεύρυνση της ατομικής βολής και της κατανάλωσης.

Τούτη η αντίληψη βρίσκεται πίσω από κάθε μαζικό συλλογικό διάβημα που κατακλύζει την χώρα μας. Από το γεγονός, ότι η ‘κοινή γνώμη’ αρνείται επιμόνως να ασχοληθεί με τα σημαντικά προβλήματα που υποθηκεύουν το μέλλον της χώρας, αναδεικνύοντας αντ’ αυτών τα ‘ζητήματα της καθημερινότητας’. Ή από το ότι σύσσωμη η Αριστερά, τις περισσότερες φορές που θέτει ‘ταξικά αιτήματα’ ή που προσδιορίζει το ‘περιεχόμενο της κοινωνικής πάλης’, το κάνει πλήρως ευθυγραμμισμένη στη γραμμή του μεσοαστικού παρασιτισμού. Αρκεί να πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που οι κυρίαρχοι στα σχολεία συνδικαλιστές της Αριστεράς έθεσαν ένα οραματικό αίτημα ή έστω μίλησαν, όχι για τα λεφτά τους, αλλά για την παιδεία. Εξάλλου, αυτό ακριβώς είναι και το περιεχόμενο που δίνουν τα Εξάρχεια στις έννοιες ‘ελευθερία’ και ‘αμφισβήτηση’. Ελευθερία από, και αμφισβήτηση οποιουδήποτε ορίου και περιορισμού επιβάλλεται στην απόλαυση και τη βολή που προσφέρει η καταναλωτική κοινωνία. «Θα λήστευες αόρατος μια τράπεζα; Ε, λοιπόν, κάποιοι το ‘καναν ορατοί»: Δεν υπάρχει καλύτερο δείγμα της νεοελληνικής παρασιτικής μεσοαστικής ιδεολογίας, της νέας θρησκείας που κυριαρχεί καταθλιπτικά στην τηλεοπτική και την πραγματική ζωή της χώρας από αυτό το σύνθημα που έγραφε μια κίτρινη αφίσα που κυκλοφόρησε δύο χρόνια πριν στην περιοχή των Εξαρχείων.

Όσο για την ιδεολογία αυτού του κόμματος, δεν είναι άλλη πέρα από αυτήν που εκφράζουν η σχολή του Λιάκου, της Ρεπούση και του Ιού της Κυριακής. Η γενικευμένη ‘αποδόμηση’ της εθνικής ιστορίας, της μνήμης των παραδόσεων και της ταυτότητας. Ταιριάζει εξάλλου γάντι στις ρωμαϊκού τύπου διαθέσεις του κοσμοπολίτη Έλληνα μητροπολίτη, ο οποίος επιθυμεί να καταναλώνει δίχως το βάρος του παρελθόντος, της μνήμης και της ταυτότητας. Κι επίσης, είναι εντυπωσιακός και ο συγχρονισμός: Διότι οι ντόκτορες της υπονόμευσης των συλλογικών ταυτοτήτων κατεδαφίζουν το ιστορικό μας παρελθόν και διαψεύδουν ό,τι μας ενώνει, με την ίδια μανία που το παράσιτο κατεδαφίζει τον φυσικό και τον κοινωνικό πλούτο της χώρας.

Αν αυτή η ‘ριζοσπαστική’ εκδοχή τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται και διογκώνεται συνεχώς, είναι κυρίως γιατί το σταδιακό ξεδίπλωμα όλων των αδιεξόδων της ελληνικής κοινωνίας, έχει μπλοκάρει την ομαλή ενσωμάτωση των νέων γενεών στο ελληνικό μεσοαστικό παράσιτο. Γι’ αυτό, εκδηλώνεται τώρα μια εκδικητική ‘αρνητικότητα’, ένα κίνημα καταστροφικής μανίας: Σε αντίθεση με αυτά που ισχυρίζονται ορισμένοι υποψήφιοι διδάκτορες που ανήκουν στην γραφειοκρατική αφρόκρεμα του «Δεκέμβρη», το γεγονός ότι τούτο το κίνημα δεν έχει αιτήματα και δεν αρθρώνει κανέναν λόγο δεν είναι προϊόν της ωριμότητάς του να κρατάει της αποστάσεις από κατεστημένες (sic) ιδεολογίες, αλλά δείγμα της υλικής μιζέριας και της διανοητικής ένδειας που χαρακτηρίζει την κοινωνική του βάση. Το προφίλ που διαμορφώνει ταιριάζει γάντι στην ψυχοσύνθεση των μεσοαστικών παρασιτικών αρπακτικών. Αρκεί κανείς να διαβάσει τις προκηρύξεις που κυκλοφορούν το διαδίκτυο: Καμία ιδεολογία, καμία κοινωνία, άρνηση της εργασίας, μίσος, αδιαμεσολάβητη βία και απαλλοτρίωση. 

Αντί επιλόγου: Μια μορφή ζώης τελειώνει

Όποιος ζει όλες αυτές τις αντιφάσεις στο εσωτερικό τους, εύκολα διαμορφώνει την ψευδαίσθηση ότι βιώνει συγκρούσεις και μια βαθιά κοινωνική αναταραχή που θέτει τέλος στην ειρηνευμένη ευημερία του εκσυγχρονισμού.

Ως προς την ουσία του πράγματος, αυταπατάται οικτρά, και τούτο μπορεί να το ανακαλύψει πολύ εύκολα. Είναι προφανές ότι όλοι οι τυπικοί και άτυποι πολιτικοί πόλοι που υφίστανται σήμερα στην Ελλάδα είναι μέρος του προβλήματος και όχι η λύση του. Κι ότι όλες οι εκδοχές της μεταπολιτευτικής ιδεολογίας, από το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ του μεσαίου χώρου μέχρι την αριστερά και τους αντιεξουσιαστές, έχουν καταντήσει σήμερα δεινοσαυρικά απολιθώματα που αποτρέπουν την πραγματοποίηση οποιασδήποτε σοβαρής δημιουργικής ρήξης με τον παλιό κόσμο.

Γιατί η αναταραχή που βιώνουμε σήμερα, δεν σηματοδοτεί τίποτα άλλο από την εξάντληση της ιστορικής προοπτικής των διευρυμένων μεσοστρωμάτων της μεταπολίτευσης. Μια μορφή ζωής, εκείνην του νεοέλληνα σε ευημερία μικροαστού δείχνει να τελειώνει.

Το πρόβλημα είναι ότι κατά την διάρκεια της κυριαρχίας του οδήγησε σε επιλογές που απειλούν να υπονομεύσουν οριστικά την ίδια την εθνική και την κοινωνική συνοχή της χώρας. Η κάθοδός του απειλεί να συμπαρασύρει την Ελλάδα. Διότι είναι μάλλον τραγικά λίγος για να αντιμετωπίσει την καθολική κρίση που έχει ξεσπάσει, με τα εθνικά ζητήματα, την πτώχευση της οικονομίας, και το μεταναστευτικό να ετοιμάζονται να εκραγούν ταυτόχρονα.

Προς το παρόν, βέβαια, κανείς δεν φαίνεται να έχει συνείδηση της κρισιμότητας της κατάστασης. Ίσως γιατί, το ελληνικό μεσοαστικό παράσιτο αντιμετωπίζει την κρίση ομοιοπαθητικά. Όπως λέει και το άσμα, το μόνο που επιθυμεί είναι ‘να χορεύει και να κάνει εμετό’…

Σκαντζόχοιρος

Κατηγορίες:Ελλάδα Ετικέτες: , ,
  1. Δεν υπάρχουν σχόλια.
  1. No trackbacks yet.

Σχολιάστε