Αρχείο
«Φέρτε μας, ρε καριόληδες, σε απόγνωση. Φέρτε μας…»
«Ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως…»
του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Χωμένος μέσα στις περισπούδαστες οικονομικές και άλλες αναλύσεις και με τα spreads ολοένα να σκαρφαλώνουν στα ιστορικά υψηλά τους, μπορώ -ευτυχώς ακόμη- να ψηλαφώ την προφητική μαρτυρία των πεθαμένων γιαγιάδων μου. «Θε να ‘ρθει καιρός που η Ευρώπη θα καυχηθεί να κάνει την Ελλάδα να διακονευτεί». Λόγια μιας άπορης τότε εφηβείας, ηχούν σήμερα με μιαν αφοπλιστική επικαιρότητα. Αυτή είναι η βεβαιωμένη αλήθεια των γιαγιάδων μας. Η πατρίδα σέρνεται σαν τελειωμένος διακονιάρης στα σαλόνια της εσπερίας, γυρεύοντας όχι να πάρει πίσω τα κλεμμένα μας όνειρα, αλλά να διατηρήσει πάσει θυσία τον καταναλωτικό εφιάλτη της κοινωνικής απανθρωπιάς που οικοδόμησε η μεταπολίτευση. Ένα καθωσπρέπει σπιτάκι με ιταλικά έπιπλα, δυό σινιέ ταγιεράκια ραμμένα από ανήλικους κάπου στην Ασία, δυό βδομάδες το χρόνο διακοπές από την τερατούπολη, τέσσερα ζαντολάστιχα, τρία σουβλάκια delivery, μία οθόνη υψηλής ευκρίνειας αποβλάκωσης και ένα Laptop για να μην γίνονται ενοχλητικοί οι πιτσιρικάδες. Άχνα για το κλεμμένο τραπέζι της Κυριακής, ούτε κουβέντα για το τσιμενταρισμένο χώμα, ούτε μιλιά για την καθημερινή απανθρωπιά. Διακονιάρηδες για ένα άσαρκο «αδειανό πουκάμισο».
Λες και τρέμουμε στην ιδέα πως η μείωση της κατανάλωσης θα αποκαλύψει το εντός μας κενό. Σα γυμνοσάλιαγκες που λουφάζουν στον κίνδυνο διάρρηξης του -μέχρι χτες τάχα μου- αδιαπέραστου και ισχυρού κελύφους. Μια ολόκληρη κοινωνία βουβά περιμένει να δει την τρύπα που θα ανοίξει στο κέλυφος της το πιστόλι του Δ.Ν.Τ., με την κακόμοιρη προσδοκία του ατομικού κουτσοβολέματος. Καμιά υποψία εθελούσιας απαλλαγής από το «αδειανό πουκάμισο», καμιά πρωτοβουλία οικειοθελούς αποτίναξης της σκλαβιάς των αναγκών, καμιά διάθεση άσκησης της ελεύθερης βούλησης αυτοαπαραίτησης από τη χρησιμοθηρία και τα καταναλωτικά παρελκόμενα της. Καμιά φωνή διαμαρτυρίας για το περιφερόμενο ντενεκαδάκι της ελληνικής επαιτείας. Μονάχη αγωνία μη τύχει και διαταραχθεί το κατά κεφαλήν επίπεδο κατανάλωσης. Ακριβώς όπως για χρόνια ολόκληρα δεν υπήρξε η παραμικρή αγωνία για τη ραγδαία πτώση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας.
Απορώ τέτοιες ώρες γιατί οι γιαγιάδες μας, ιδιαίτερα εκείνες οι μικρασιάτισσες, δεν σηκώνονται από τους τάφους να μας πλακώσουν στις σφαλιάρες.
Ίσως γιατί, για τους λίγους ψυλλιασμένους, φαίνεται πως έρχεται η ώρα της απόγνωσης. Της απόγνωσης εκείνης που δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο απ’ αυτήν. Γιατί όπως λέει η εκκλησιαστική μας παράδοση «Αύτη ού γιγνώσκει ηττηθήναι υπό τινός. Ότε ο άνθρωπος εν τη διανοία εαυτού κόψει την ελπίδα εκ της ζωής αυτού, ουδέν θαρσαλεώτερον. Και ουκ έστι θλίψις ής τινός η φήμη εξασθενήσαι το φρόνημα αυτού ποιεί. Διότι πάσα θλίψις γινομένη, υποκάτωθεν του θανάτου εστί. Και αυτός έκυψε δέξασθαι καθ’ εαυτού τον θάνατον».
Και αυτή οφείλει να είναι η μοναδική απάντηση των ολίγων «υποψιασμένων» απέναντι στις διεθνείς ελίτ των τραπεζιτών και στους ντόπιους υποστηριχτές του ελληνικού παρασιτισμού.
«Φέρτε μας, ρε καριόληδες, σε απόγνωση. Φέρτε μας…»
Μετά το σοκ των μέτρων…
του Θ. Ντρίνια
εφημερίδα «ΡΗΞΗ» τχ. 61, 6/3/2010
Με το νέο πακέτο μέτρων που η «Κομαντατούρ» των Βρυξελλών επέβαλε στην υπό οικονομική κατοχή χώρα μας, ολοκληρώνεται το εισοδηματικό σοκ για το οποίο μας είχε προϊδεάσει ο πρωθυπουργός. Μέχρι το τέλος του έτους η Ελλάδα της μεταπολίτευσης θα έχει εκμετρήσει το ζην της μπαίνοντας σε μια νέα θολή και αδιανόητη για τους πολλούς ιστορική περίοδο. Το ερώτημα που ακούγεται ολοένα και συχνότερα είναι «τι θα γίνει από δω και πέρα;».
Θα τολμήσουμε να ισχυριστούμε ότι το σενάριο της άμεσης κοινωνικής έκρηξης/εξέγερσης συγκεντρώνει τις μικρότερες πιθανότητες. Η πολτοποίηση των κοινωνικών υποκειμένων (πολιτική εξαφάνιση και πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης, παραγωγική και πληθυσμιακή παρακμή της αγροτικής, «προδοσία» των διανοουμένων), ο εκτεταμένος εκμαυλισμός και η συνακόλουθη διάλυση του όποιου συλλογικού ήθους, η πλήρης εξαχρείωση των συνδικαλιστικών ηγεσιών και η θλιβερή διαπίστωση ότι τα κόμματα της Αριστεράς «έχουν χάσει την επαφή τους με εκείνους προς τους οποίους υποτίθεται ότι απευθύνονται»[1], αποτελούν επαρκείς ενδείξεις για το ότι η θεωρία της «δράσης-αντίδρασης» δεν θα επαληθευθεί σε πρώτη φάση, πέρα ίσως από κάποιες πορείες ή συγκρούσεις για την τιμή των όπλων.
Το πιθανότερο είναι ότι οι πρώτες οδυνηρές συνέπειες των πολιτικών της κυβέρνησης θα πυροδοτήσουν δύο ταυτόχρονες και παράλληλες εξελίξεις στο κοινωνικό πεδίο.
Στη μία, το καταναλωτικό ντελίριο, ο άκρατος ατομισμός και ωχαδερφισμός του μεταπολιτευτικού νεοέλληνα, ο «κοινωνικός αυτοματισμός», ο παρασιτισμός και ο αεριτζιδισμός και κυρίως οι αυταπάτες ευμάρειας μέσω του ατομικού βολέματος θ’ αρχίσουν να χάνουν έδαφος. Η αλληλεγγύη των πληττομένων, η κοινωνική αμοιβαιότητα, η συλλογική και συνεταιριστική δράση, η αυτο-οργάνωση, η επιστροφή στην παραγωγική αντίληψη, η αντιστασιακή αξιοπρέπεια, η αγάπη για τον τόπο θα πάψουν να είναι αφηρημένες έννοιες. Θα ανασυρθούν από το κρυμμένο οπλοστάσιο της συλλογικής μνήμης και θα γίνουν ξανά εργαλεία επιβίωσης και αντίστασης.
Στην άλλη, τμήματα του πληθυσμού θα επιχειρήσουν να αντισταθμίσουν την κοινωνική/καταναλωτική τους υποβάθμιση μέσα από μια απελπισμένη φυγή προς το ατομικό πουθενά. Η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή, το οικονομικό έγκλημα θα γνωρίσουν εκπληκτική έξαρση. Η μαύρη εργασία θα επεκταθεί με γεωμετρική πρόοδο καθώς στον κατάλογο των συνηθισμένων θυμάτων της (μετανάστες, νέοι, γυναίκες, άνεργοι) θα εγγραφούν εθελοντικά χιλιάδες μισθωτοί του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των οποίων δεν θα επαρκεί η αμοιβή της κανονικής τους δουλειάς. Η ανομία, το μικρό και μεγάλο έγκλημα θα γίνουν σταθερές της καθημερινότητας για ολόκληρες περιοχές. Η ανάγκη για αλληλεγγύη και συλλογική δράση εύκολα μπορεί να εκτραπεί στην απατηλή και αιματηρή «αλληλεγγύη» της συμμορίας και του γκέτο.
Ποιας από τις δύο τάσεις το ειδικό βάρος θα αποδειχθεί μεγαλύτερο ώστε να καθορίσει μεσο-μακροπρόθεσμα τις κοινωνικές εξελίξεις, είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Σε τέτοιες πρωτόγνωρες καταστάσεις, στις οποίες εισέρχεται η μεταπολιτευτική ελλαδική κοινωνία, οι βεβαιότητες εκλείπουν. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε κάποιες βάσιμες εκτιμήσεις:
Πρώτον, αν θέλουμε τα διωκόμενα και εξαπατημένα λαϊκά στρώματα να συνέλθουν από το σοκ και να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους απέναντι στις ξεσαλωμένες εθνικές και υπερεθνικές ελίτ που τα εξουσιάζουν, πρέπει η πρώτη τάση – της αλληλεγγύης και της συλλογικής δράσης – να κυριαρχήσει και μάλιστα γρήγορα. Στην αντίθετη περίπτωση, το φάντασμα της κοινωνικής «ζουγκλοποίησης» πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας.
Δεύτερον, η έκβαση των εξελίξεων θα καθοριστεί εν πολλοίς από τη στάση των διευρυμένων μικρο/μεσοαστικών στρωμάτων, των οποίων το αριθμητικό και κοινωνιολογικό βάρος είναι καταθλιπτικά ισχυρό στη μεταπολεμική Ελλάδα. Σε μια κρίσιμη πρόσφατη ιστορική στιγμή – που για πολλούς καθόρισε τις σημερινές εξελίξεις -, το 1985, οι μικρομεσαίοι διέρρηξαν την κοινωνική συμμαχία τους με την εργατική τάξη και τους αγρότες, η οποία εξέφρασε τον μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό κι έφερε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το ’81. Συμμάχησαν με την παρασιτική άρχουσα τάξη στρεφόμενοι ανοιχτά εναντίον της εργατικής, η οποία εξουθενώθηκε κοινωνικά και πολιτικά με την 25ετή λιτότητα και την επικράτηση του παρασιτικού «αναπτυξιακού» σχεδίου. Οι σειρήνες της κοινωνικής ανόδου, η καταναλωτική αποχαλίνωση και η κατάληψη του ΠΑΣΟΚοπαπανδρεϊκού κράτους βάρυναν τότε περισσότερο από τον όποιο ριζοσπαστισμό τους. Σήμερα, τα ίδια στρώματα βρίσκονται, στην πλειοψηφία τους, στη δίνη της κρίσης. Είτε, λοιπόν, θα ανασύρουν τα όποια ψήγματα του παλαιού ριζοσπαστισμού και θα κατανοήσουν την αναγκαιότητα μιας συλλογικής απάντησης στην επίθεση των αρχουσών ελίτ. Είτε, θα γαντζωθούν πεισματικά (και μάταια) στις παρασιτικές τους αυταπάτες, ενισχύοντας την κοινωνική υποταγή, το ξεπούλημα της χώρας, τον κοινωνικό αυτοματισμό-κανιβαλισμό, τον εξτρεμισμό (με οποιοδήποτε πολιτικό πρόσημο, μικροαστικός παραμένει), το ρατσισμό.
Τρίτον, η πρόσφατη ελληνική ιστορία έχει δείξει ότι σε συνθήκες κατάρρευσης, όποιας μορφής, ο ρόλος της πολιτικής πρωτοβουλίας μπορεί να επιδράσει σημαντικά προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση των εξελίξεων. Τα πολιτικά υποκείμενα που είναι αποφασισμένα να σταθούν δίπλα στο διωκόμενο λαό και απέναντι στις ελίτ οφείλουν να παρέμβουν σε όλα τα πεδία δράσης. Στην οργάνωση της αντίστασης, στη διατήρηση της συνοχής στη βάση της κοινωνίας, στη διαμόρφωση ενός ριζοσπαστικού, αλλά απόλυτα γειωμένου στην πραγματικότητα, προγράμματος ξεπεράσματος της βαθιάς κρίσης προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Οι μάχες της προηγούμενης περιόδου, στο πεδίο της ιδεολογίας, της ιστορίας, του πολιτισμού, ήταν απολύτως αναγκαίες για να διατηρηθεί το οπλοστάσιο της συλλογικής μνήμης. Σήμερα, εξακολουθούν να χρειάζονται αλλά δεν αρκούν. Αργά ή γρήγορα πληττόμενα τμήματα της κοινωνίας θα ανασύρουν από εκείνο το οπλοστάσιο ό,τι τους χρειάζεται. Πρέπει, όμως, να μην είναι σκουριασμένο, να μπολιαστεί με νέες ιδιότητες ώστε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά, με συγκεκριμένο σχέδιο. Εκεί θα δοθούν, πιθανώς, σήμερα οι πιο κρίσιμες μάχες[2]…
[1] Γ. Δελαστίκ, «Ημερησία», 24/12/09. Είναι χαρακτηριστική η καταφανής αδυναμία του ΚΚΕ να κινητοποιήσει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, τα πληττόμενα λαϊκά στρώματα στα οποία θεωρητικώς απευθύνεται. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να έχει επιλέξει την ταυτόχρονη φυγή προς τα έσω (ατέλειωτες ομφαλοσκοπήσεις για τα «οργανωτικά» του σχήματος) και προς άλλα …σύμπαντα οργανώνοντας ακάθεκτος πορείες για την ιθαγένεια των μεταναστών ή για τα αστυνομικά καουμποϋλίκια στο Βύρωνα!
[2] Τηρουμένων πάρα πολλών αναλογιών, στην εθνική κατάρρευση του 1941, το ΕΑΜ πρώτα έριξε το σύνθημα για ένοπλο αγώνα εναντίον των κατακτητών και τον οργάνωσε και κατόπιν χρησιμοποίησε την παράδοση των Θερμοπυλών και της κλεφτουριάς για να ενεργοποιήσει τη συλλογική μνήμη.
«Αχ Ευρώπη, εσύ μας μάρανες…»
Το παρακάτω κείμενο είναι αναδημοσίευση από την 15μερη εφημερίδα “Ρήξη” (φ. 60, 6/2/2010)
«Αχ Ευρώπη, εσύ μας μάρανες…»
Στο προηγούμενο φύλλο της «Ρ», με αφορμή τα επαπειλούμενα μέτρα αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, που η κυβέρνηση Παπανδρέου υποχρεώθηκε τελικά να πάρει μόλις πριν λίγες μέρες, διατυπώναμε τη βάσιμη υποψία ότι μαζί με την εθνική οικονομία δείχνει να τρεκλίζει και ο «ευρωπαϊσμός» ως η πλέον συνεκτική στρατηγική επιλογή των αρχουσών ελίτ από το ’74 και μετά. Η Κομισιόν, ήδη, εγκρίνοντας το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης(!) της ελληνικής κυβέρνησης, προανήγγειλε νέα αυστηρότερα μέτρα και βεβαίωσε ότι θα παρακολουθεί σε μηνιαία βάση την εξέλιξη και τα επιτεύγματα του Προγράμματος, για να συνεχίσει η Ελλάδα να ελπίζει σε κοινοτική ενίσχυση που θα αποτρέψει μια προ των πυλών χρεοκοπία της. Πρακτικά, η οικονομική και εισοδηματική πολιτική έχει πλέον εκχωρηθεί στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και ο Παπανδρέου θα περιοριστεί στο ρόλο των ευχολογίων και των …τηλεοπτικών διαγγελμάτων.
Αίφνης, η «Ευρώπη» από απάνεμο λιμάνι (των ελληνικών ελίτ) μετατρέπεται σε φουρτουνιασμένο κάβο. Είναι διασκεδαστικό και ταυτόχρονα εξοργιστικό να παρακολουθεί κανείς τις εκσυγχρονιστικές και ευρωπαϊστικές γραφίδες αυτές τις μέρες. Με εξαίρεση τους γνωστούς σεσημασμένους, οι οποίοι σχεδόν από το ’85 γράφουν τα ίδια και τα ίδια για «συντεχνίες», «τεμπέληδες εργαζόμενους», «φασίστες αγρότες», «κρατισμό», κλπ και άρα «καλά να πάθουμε» που δεν εφαρμόσαμε κι εμείς όταν έπρεπε τα θατσερικά δόγματα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι υπόλοιποι θιασώτες του ευρωπαϊσμού. Με απίστευτη ξετσιπωσιά δεν διστάζουν να γράφουν για «τευτονική σκληρότητα», «βορειοευρωπαϊκό κυνισμό», «δοκιμασία της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης(!)», «μανδαρίνους των Βρυξελλών», «κερδοσκόπους του Σίτυ», «γερμανική εκμετάλλευση», κλπ, μόνο πως είμαστε «έθνος ανάδελφον» δεν έχουν γράψει! Ποιοί; Αυτοί που μέχρι σήμερα χλεύαζαν ως «καθυστερημένο», όποιον ασκούσε κριτική στα ευρωπαϊστικά «ιδεώδη», που απέδιδαν την υποτιμητική κατηγορία του «εθνοκεντρισμού» σε όποιον τολμούσε να μιλήσει για μια αυτόνομη πορεία της χώρας με γνώμονα την εθνική της ανεξαρτησία. Οι ίδιοι που μας κουνούσαν δασκαλίστικα το δάκτυλο κάτω από τη μύτη για να μας ενημερώσουν πως «τώρα είμαστε Ευρώπη, δεν έχουν νόημα τα σύνορα» και λοιπά φληναφήματα.
Συμπεριφερόμενοι σαν παραζαλισμένα κοτόπουλα όλοι αυτοί που αποτελούσαν τα προκεχωρημένα φυλάκια του «εκσυγχρονισμού» και του «ευρωπαϊσμού» στο χώρο των ΜΜΕ και της διανόησης, αποτελούν τον καλύτερο δείκτη του σοκ που έχει υποστεί ένα μεγάλο τμήμα των ελίτ από το ράγισμα του «ευρωπαϊκού ονείρου». Μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι, ανάλογα με την (κατ’ ουσίαν απρόβλεπτη) εξέλιξη στο ζήτημα της ευρωπαϊκής στήριξης στην προσπάθεια αποφυγής της εθνικής χρεοκοπίας και την σκληρότητα των μέτρων που θα μας επιβάλλουν οι Ευρωπαίοι «φίλοι» μας, ο σημερινός κλυδωνισμός της συναίνεσης στην «ευρωπαϊκή προοπτική» θα πάρει χαρακτήρα κατάρρευσης σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα που θα πέσουν θύματα της απάνθρωπης πολιτικής «σταθεροποίησης». Διαβάστε περισσότερα…
Πρόσφατα Σχόλια