Αρχείο
ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ;
ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡIΣΗ ;
Του Γιώργου Καραμπελιά
Μέσα σε τριάντα χρόνια, από το 1980 έως το 2010, η ελληνική οικονομία έγινε μια οικονομία «υπηρεσιών», και μάλιστα εμποροπαρασιτικού χαρακτήρα, και απώλεσε κάθε παραγωγικό χαρακτήρα. Η ένταξη στην Ε.Ε. λειτούργησε σαν ναρκωτικό που επιδείνωσε τα διαρθρωτικά μας προβλήματα και η κατάργηση της δραχμής και το πέρασμα στην Ευρωζώνη ήρθε να ολοκληρώσει τη διαδικασία, διότι έφερε την ελληνική οικονομία σε άμεσο ανταγωνισμό με χώρες υψηλότερης παραγωγικότητας και τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτή η ένταξη πραγματοποιήθηκε και εν τέλει έγινε δεκτή από τον ελληνικό λαό, ως όπλο για να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα, που μετά την εισβολή στην Κύπρο άρχισε πλέον να εκδηλώνεται ανοικτά εναντίον της Ελλάδας. Όταν μάλιστα κατέρρευσε και το ανατολικό μπλοκ, με όλες τις καταλυτικές αρνητικές συνέπειες που είχε αυτή η κατάρρευση για τις χώρες των Βαλκανίων, η Ευρωπαϊκή Ένωση φάνταζε ως η μοναδική λύση, στον βαθμό που πρώτη προτεραιότητα των βαλκανικών χωρών ήταν η ένταξη στην Ε.Ε.
Έτσι η Ελλάδα βρισκόταν παγιδευμένη ανάμεσα στις απαιτήσεις μιας αυτόκεντρης,–ή σχετικά αυτόκεντρης– ανάπτυξης, που επέτασσε η οικονομική πραγματικότητα και οι ανάγκες της χώρας, και από την άλλη τις απαιτήσεις της πολιτικής πραγματικότητας μιας χώρας η οποία, πιεζόμενη από την τουρκική επιθετικότητα που εκδηλώνεται όλο και πιο ανοικτά μετά το 1974, κατέφευγε στην «παπική τιάρα» για να αποφύγει το «τουρκικό σαρίκι».
Με αυτά τα δεδομένα, η μόνη στρατηγική της χώρας θα ήταν η προώθηση επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας, ώστε να μπορέσει να ανταγωνιστεί στοιχειωδώς τους ΕΟΚικούς γίγαντες, η διοχέτευση όλων των ΕΟΚικών προγραμμάτων στην εκπαίδευση και την έρευνα, δηλαδή η παραγωγική και εκπαιδευτική αναβάθμιση της χώρας, η διατήρηση του τελευταίου εργαλείου μιας σχετικής οικονομικής αυτονομίας, δηλαδή του ελληνικού νομίσματος, της δραχμής, ως όπλου για τον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας και προπαντός η δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας στα Βαλκάνια, με τη σύσφιγξη των οικονομικών σχέσεων και όχι απλώς με τις αρπαχτές των τραπεζών και των διαφόρων παρασίτων.
Αντ’ αυτών, τα ΕΟΚικά προγράμματα φαγώθηκαν από τους ημετέρους του ΠΑΣΟΚ, της ανανεωτικής αριστεράς και των οικολόγων σε πανεπιστήμια, ΙΕΚ και άλλες απάτες «σεμιναρίων», η δε αγροτική παραγωγή έπαψε να ενισχύεται με επενδύσεις και έγινε απλώς επιδοτούμενη από τους μηχανισμούς της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Τέλος, η αθρόα μεταναστευτική εισροή ανειδίκευτου και φτηνού εργατικού δυναμικού, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε πρωτοφανή επίπεδα για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, ήρθε να αποτελειώσει την ελληνική οικονομία, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα. Διότι υποβάθμισε το τεχνολογικό επίπεδο της παραγωγής, η οποία στηρίχτηκε στα φτηνά χέρια και όχι στην παραγωγική αναβάθμιση και την επένδυση στην τεχνολογία, έδιωξε τους Έλληνες από τις κατασκευές, τη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή και δημιούργησε ένα χαμηλής παραγωγικότητας «δουλοκτητικό μοντέλο παραγωγής». Και όλοι γνωρίζουμε από την ιστορία πως η «δουλοκτησία» εξαχρειώνει τους δουλοκτήτες και υποβαθμίζει το επίπεδο της παραγωγικότητας.
Και όμως, όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν με αυτό το μοντέλο, που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρξαμε –για όσους το θυμούνται– οι μόνοι που το καταγγείλαμε με βάση και την οικονομική λογική. Και υπήρξε μια τέτοια ηχηρή σιωπή, διότι η αθρόα είσοδος φτηνών εργατικών χεριών επέτρεψε την πτώση του πληθωρισμού, επειδή έπεσε το κόστος της εργασίας, ενώ ανέβασε πρόσκαιρα τα εισοδήματα και την κοινωνική θέση των Ελλήνων εργαζομένων.
Έτσι τα παρασιτικά χαρακτηριστικά έγιναν ακόμα πιο έντονα. Οι επενδύσεις κατευθύνονταν μόνο σε δρόμους και «μεγάλα έργα», διευκολύνοντας την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και του παρασιτικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές να διευρυνθούν και οι εξαγωγές να μείνουν στάσιμες. Χρηματιστήριο, Καγιέν και ολυμπιακοί αγώνες έμοιαζε να είναι το νέο όνειρο της Ελλάδας. Και μέσα στη σύγχυση, η κυβέρνηση Σημίτη έβαλε την τελευταία πινελιά στην παρασιτοποίηση της ελληνικής οικονομίας, την είσοδο στη Νομισματική Ένωση και την καθιέρωση του ευρώ, και μάλιστα με σχετικά υψηλή ισοτιμία – ένα ευρώ προς 340 δραχμές.
Έτσι το ΑΕΠ της Ελλάδας εμφανίστηκε να κάνει ένα άλμα προς τα πάνω, αλλά στην πραγματικότητα ενισχύθηκε η ακρίβεια και διευκολύνθηκε ο δανεισμός και οι εισαγωγές, ενώ έγιναν ακόμα πιο δύσκολες οι εξαγωγές! Επιπλέον, η πλασματική άνοδος του ΑΕΠ επέτρεπε ακόμα μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα και άνοδο του χρέους, μιας και η Ελλάδα εμφανίστηκε να τα μειώνει δήθεν ως ποσοστό του ΑΕΠ!
Όταν λοιπόν ήρθε η παγκόσμια κρίση, η οποία σηματοδοτεί τη μεταφορά του οικονομικού επικέντρου από τη Δύση στην Ανατολή, η Ελλάδα βρέθηκε εντελώς ανυπεράσπιστη και απροετοίμαστη, σε απελπιστική θέση, ενώ οι τομείς στους οποίους στηριζόταν, η ναυτιλία και ο τουρισμός, μπήκαν σε κρίση.
Πρόσφατα Σχόλια