ΜΙΑ ΤΑΞΗ ΠΟΥ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΞΙΑ ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ. Δ΄Μέρος: ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
Είναι ανάγκη λοιπόν να διαμορφώσουμε μια πρόταση που θα αποτρέψει είτε νέα καταστροφή —βαρύτερη από εκείνη της Κύπρου— είτε τον πόλεμο. Είναι καιρός πια η ελληνική κοινωνία να εγκαταλείψει τον στρουθοκαμηλισμό της που έχει σαν συνέπεια να παραδίνει τα εθνικά προβλήματα —στις κυβερνήσεις και τους συμμάχους. Γιατί βέβαια αυτή είναι η τραγικότερη συνέπεια αυτού του φαινόμενου συλλογικής και καθολικής σχεδόν τύφλωσης. Ότι η μοίρα μας παραδίνεται «αβλεπεί» στις κυβερνήσεις και στους «συμμάχους». Η λογική που λέει «δεν θα γίνουμε κρέας για τα κανόνια», είναι ακριβώς αυτή που κινδυνεύει να μας μεταβάλει σε κρέας για τα κανόνια, μια και απαγορεύει οποιαδήποτε παρέμβασή μας σε εθνικό ζήτημα! Γιατί, πράγματι, όσο δεν υπάρχει παρέμβαση από την πλευρά του λαού, το ζήτημα της άμυνας θα αντιμετωπίζεται με όρους κλασικής στρατιωτικής λογικής και ελιγμών στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών και του ΝΑΤΟ.
Επομένως, το πρώτο ζήτημα που τίθεται, είναι ακριβώς αυτό: Ένας καθολικός και γενικός προβληματισμός πάνω στα εθνικά ζητήματα, προβληματισμός που να αγκαλιάσει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Απέναντι στο ζήτημα της απειλής από την πλευρά του τούρκικου σωβινισμού, χρειαζόμαστε μια πολλαπλή πολιτική για την αποφυγή του πολέμου και τη διατήρηση της εθνικής μας υπόστασης και αυτονομίας. Αυτή η πολιτική στηρίζεται αρχικά στην ενίσχυση της αυτονομίας μας σαν κοινότητας, άρα ανάπτυξη μορφών λαϊκής άμυνας και λαϊκού στρατού, που στηρίζεται περισσότερο στους ένοπλους πολίτες και όχι στον κλασικό στρατό. Αυτή η πολιτική σημαίνει μείωση της εξάρτησης από τους «συμμάχους», είναι μια στρατηγική προϋπόθεση για το διώξιμο των ξένων βάσεων. Γιατί όσο η κοινωνία δεν είναι ισχυρή στην αντιμετώπιση κάθε απειλής, τότε δικαιολογημένα τα αφεντικά μας θα μας αλυσοδένουν στη στρατηγική της συμμαχίας. Η άρνηση και εγκατάλειψη του εθνικού ζητήματος από τον ίδιο το λαό είναι προϋπόθεση για την πρόσδεσή του στο άρμα των συμμαχιών, για την επιβεβαίωση της ηγεμονίας των αρχουσών τάξεων.
Το δεύτερο στοιχείο μιας τέτοιας πολιτικής είναι η διαμόρφωση μιας ξεκάθαρης απάντησης απέναντι στον τουρκικό σωβινισμό. Αρχικά, σε σχέση με το Κυπριακό, που η ελληνική κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να εγκαταλείψει και τόσο λίγο αναφέρθηκε στην πρόσφατη κρίση. Η Κύπρος υπήρξε για δυόμιση χιλιάδες χρόνια τουλάχιστο, ελληνικό νησί, κομμάτι του ελληνικού χώρου και πολιτισμού. Ένα σύνολο από εξελίξεις, που δεν είναι του παρόντος, οδήγησαν στη σημερινή τραγική πραγματικότητα. Για μας πλέον, η μόνη λύση διασφάλισης της ύπαρξης των Ελλήνων της Κύπρου είναι εδώ και τώρα η ένωση —έστω και κουτσουρεμένης—της Κύπρου με την Ελλάδα. Διαφορετικά το μέλλον είναι δυσοίωνο για τους Κύπριους. Όμως αυτή μας η θέση δεν είναι μια δογματική θέση, προϋποθέτει την αφύπνιση και του άλλου κοιμώμενου κομματιού του ελληνικού κόσμου, των Κυπρίων. Μια τέτοια λύση προϋποθέτει πρωταρχικά το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Κύπριων, για να αποφασίσουν οι ίδιοι για το μέλλον τους. Αυτό είναι το πρωταρχικό αίτημα. Αυτοδιάθεση των Κύπριων για να αποφασίσουν για το μέλλον τους.
Σε συνάφεια με αυτό το αίτημα, μπαίνει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του Κουρδικού λαού στην Τουρκία, του οποίου τα εθνικά δικαιώματα καταπατιούνται με τον πιο βάρβαρο τρόπο.
Η είσοδος της Κύπρου στην ΕΟΚ αποτελεί ένα θεμελιώδες αίτημα και μέτρο, που θα συμβάλει στην άμυνα της Κύπρου και θα εξισώσει τις συνθήκες της ύπαρξής της με εκείνες της Ελλάδας. Παράλληλα, το ελληνικό έθνος θα πρέπει να συμβάλει στην ενίσχυση της Κύπρου, άσχετα με το αν σήμερα αποτελούν διαφορετικές κρατικές ενότητες. Η Κύπρος είναι κομμάτι του ελληνικού έθνους. Βέβαια, πάντα με τη στοιχειώδη προϋπόθεση ότι οι ίδιοι οι Κύπριοι συμφωνούν με μια τέτοια πολιτική και την αναλαμβάνουν.
Ως προς το Αιγαίο και την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση εκεί, η θέλησή μας για μια πολιτική ειρήνης και αποφυγής πολέμου οδηγεί στην αποδοχή μιας φόρμουλας σχετικά υποχωρητικής, όπως υπήρξε η πρόσφατη θέση για την παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη, λύση που εκ των πραγμάτων θα προσφέρει στην Τουρκία περισσότερα από όσα της αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο. Προφανώς δε σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί οποιαδήποτε λύση που θα εντάσσει τα ελληνικά νησιά μέσα σε τουρκικό χώρο, είτε πρόκειται για την υφαλοκρηπίδα, είτε για τον εναέριο χώρο. Μια ειρηνική και αποφασιστική πολιτική είναι βασικό στοιχείο για την αποτροπή του πολέμου.
Είναι αυταπόδεικτο πως η απειλή στα Ανατολικά μας, που ήδη έχει οδηγήσει στον εξανδραποδισμό των Κύπριων, μας υποχρεώνει σε μια αντίστοιχη πολιτική ενίσχυσης των συμμαχιών μας στα Δυτικά, δηλαδή σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να μπει —παρ» όλες τις αιρέσεις που θέσαμε παραπάνω— θέμα εγκατάλειψης της ΕΟΚ λόγω της μονομέρειάς της. Ο ελληνικός λαός είναι ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ να έχει μια πολιτική ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ενότητας, πολιτική που εκτός από το στοιχείο της διαμόρφωσης μιας υπερεθνικής ευρωπαϊκής ενότητας που επισημάναμε, ενισχύει την ασθενική Ελλάδα απέναντι σε οποιεσδήποτε επιβουλές και αμφισβητήσεις.
Παράλληλα μια ελληνική πολιτική, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να μένει σε μια ανισοβαρή αντίληψη της Ευρωπαϊκής ενότητας θα πρέπει να στηρίζεται και στην ανάπτυξη και την επέκταση δεσμών αλληλεγγύης με τους βαλκανικούς λαούς. Άσχετα από τις «περιπέτειες» της ιστορίας, είναι βέβαιο ότι στο μέλλον θα ζήσουμε πιο κοντά με τους Γιουγκοσλάβους ή τους Βούλγαρους, παρά με τους Εγγλέζους. Έτσι λοιπόν μια ενεργή πολιτική στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της βαλκανικής συνεννόησης και ενότητας, αποτελούν βασικά στοιχεία για τη διασφάλιση της ειρήνης και την αποτροπή του πολέμου. Πάντα όμως πρωταρχικός όρος είναι η δική μας θέληση να μην επιτρέψουμε καμιά επίθεση και παραβίαση στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Με βάση τους όρους που προδιαγράψαμε, στο εσωτερικό και τη διεθνή πολιτική, μπορούμε να οικοδομήσουμε μια μελλοντική ειρηνική και αδερφική σχέση με τους λαούς της Τουρκίας. Από την πλευρά των Ελλήνων δεν υπάρχει καμιά διεκδίκηση απέναντι στην Τουρκία, και παρ’ όλα όσα μας χώρισαν στο παρελθόν, έχουμε πολλά κοινά πολιτιστικά στοιχεία. Η Τουρκία αποτελεί στοιχείο της πολιτιστικής μας παράδοσης και ταυτότητας. Όμως για να υπάρξει μια πραγματική φιλία ανάμεσα στους λαούς, μια πραγματική φιλία έστω ανάμεσα σε κομμάτια των λαών μας, ανάμεσα στα κινήματα των λαών, υπάρχει μια προϋπόθεση, η άρνηση από κάθε πλευρά οποιασδήποτε σοβινιστικής τοποθέτησης.
Προϋπόθεση για οποιαδήποτε ελληνοτουρκική φιλία είναι η άρνηση κάθε διεκδίκησης και από τις δύο πλευρές και η αναγνώριση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση των Κυπρίων και του Κουρδικού λαού.
Βέβαια, σε ό,τι αφορά εμάς, πρέπει να στηλιτεύσουμε κάθε εκδήλωση σωβινισμού μέσα στη χώρα μας. Κάθε εκδήλωση σωβινισμού ενάντια στην τουρκική μειονότητα και τους Πομάκους πρέπει να χτυπηθεί, να υποστηρίξουμε ενεργά τα δικαιώματα των Τούρκων πολιτικών προσφύγων, ενάντια σε κάθε επίθεση που δέχονται από την κυβέρνηση, τον τύπο ή την ρατσιστική αστυνομία. Η καταπάτηση των δικαιωμάτων των Ελλήνων στην Τουρκία δεν αποτελεί δικαιολογία για οποιαδήποτε ανάλογη πρακτική από την πλευρά μας. Στόχος μας πρέπει να είναι, στο βαθμό που ξεπερνιέται η σημερινή αντιπαράθεση, να αναπτυχθούν οι κάθε είδους σχέσεις με την Τουρκία, που μόνες αυτές θα ξεριζώσουν κάθε σοβινιστικό υπόλειμμα.
Όμως η φιλία προϋποθέτει ισοτιμία. Και αυτή την ισοτιμία την διεκδικούμε ακόμα και από τους φίλους μας Τούρκους, τους Τούρκους επαναστάτες και πρόσφυγες. Για να είμαστε φίλοι, απαιτούμε πρώτα την απόρριψη κάθε διεκδίκησης, την αναγνώριση της αυτοδιάθεσης των λαών. Αλλιώς όλα τα άλλα, τα «Ελλάδα – Τουρκία ομοσπονδία» (!) και «Τούρκοι εργάτες αδέλφια μας», είναι δεκαρολογίες και φτηνά και ανιστόρητα σλόγκαν. Γιατί βέβαια είναι γελοίο να υποστηρίξει κανείς ότι η Ελλάδα σήμερα θα κάνει ομοσπονδία με την… Τουρκία και όχι π.χ. με την Γιουγκοσλαβία, ή την Ιταλία. Μήπως λόγω της πρόσφατης τουρκικής κατάκτησης; Άγνωστοι αι βουλαί των επαναστατών. Όσο για το ότι οι Τούρκοι εργάτες είναι αδέρφια μας, ναι, πράγματι, όπως όλοι οι εργάτες του κόσμου, μόνο που στην περίπτωση της Κύπρου π.χ. μερικά από «τα αδέρφια μας» φοράνε το χακί και είναι στρατός κατοχής. Μόνο που όλοι οι στρατοί του κόσμου αποτελούνται από εργάτες και αγρότες.
Για να μεταβληθεί ένα σύνθημα από απλή δήλωση πρόθεσης σε πραγματικότητα, απαιτούνται και άλλα βήματα, πραγματικά, όπως για παράδειγμα μια επιτροπή από Ελ- λαδίτες, Κύπριους, Κούρδους και Τούρκους, συγκροτημένη πάνω στην αρχή του απαραβίαστου των συνόρων και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών. Αυτή θα ήταν μια πραγματική επιτροπή ελληνοτουρκικής φιλίας. Τα άλλα δεν είναι παρά απλά εκφυλιστικά φαινόμενα του παρασιτισμού ή της υποταγής στην πολιτική ξένων μεγάλων δυνάμεων, ή της δογματικής προσκόλλησης σε ανύπαρκτα και ξεπερασμένα σχήματα.
Αυτοί είναι συνοπτικά οι όροι για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής του επαναστατικού κινήματος απέναντι στο εθνικό:
α) Ενίσχυση της αυτονομίας και ανάληψη της άμυνας από το λαό, όρος για την αποδέσμευση από την κυριαρχία της Νατοϊκής συμμαχίας
β) Διασφάλιση του απαραβίαστου των συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων, αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο, αυτοδιάθεση των Κύπριων.
γ) Ενίσχυση της Ευρωπαϊκής και Βαλκανικής ενότητας.
δ) Απόρριψη κάθε έκφρασης σωβινισμού και στη βάση των αρχών της αυτοδιάθεσης, προώθηση μέτρων συνάντησης και φιλίας ανάμεσα στο λαό της Ελλάδας και τους λαούς της Τουρκίας.
Εκείνο το επαναστατικό κίνημα που κινείται και εθελοτυφλεί μπροστά στην ιστορική παραβίαση των δικαιωμάτων – λαού του, δεν αξίζει να λέγεται πραγματικό επαναστατικό κίνημα, δεν αξίζει ούτε μπορεί να κατακτήσει την εξουσία απέναντι στους εσωτερικούς ταξικούς του αντιπάλους. Όλα τα αυθεντικά επαναστατικά κινήματα στην ιστορία, συνδύαζαν παντα αυτά τα δύο καθήκοντα και στην απόσπαση της ηγεμονίας από τις κυρίαρχες στα εθνικά ζητήματα στήριξαν τη διεκδίκηση της ηγεμονίας στο εσωτερικό. Όποιος δεν κατανοεί αυτή τη στοιχειώδη αρχή, όχι μόνο δεν κατανοεί τη φύση του εθνικού, αλλά αρνείται στην πράξη κάθε επαναστατική διαδικασία!
Πρόσφατα Σχόλια